Ελένη, Ωραία

Ελένη, Ωραία
Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ηρωίδα πολλών θρύλων, αλλά είναι περισσότερο γνωστή επειδή, σύμφωνα με τη μυθολογία, υπήρξε αφορμή του Τρωικού πολέμου. Ήταν σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, Μενέλαου, τον οποίο εγκατέλειψε και έφυγε με τον Τρώα Πάρη. Για να την πάρει πίσω, ο Μενέλαος παρακίνησε τους Έλληνες να εκστρατεύσουν εναντίον της Τροίας. Η Ε. ήταν αδελφή των Διόσκουρων, κόρη του Δία και της Λήδας. Η ιερότητα του προσώπου της αποκαλύπτεται από μια περίπτωση που αναφέρει ο μύθος σχετικά με τον ποιητή Στησίχορο, ο οποίος, ύστερα από τις επικρίσεις του εναντίον της Ε. για την ολέθρια μοιχεία που διέπραξε, τυφλώθηκε και δεν ξαναβρήκε την όρασή του, παρά μόνο αφού διηγήθηκε ξανά το κάθε περιστατικό με μια νέα ωδή (παλινωδία). Για την αποκατάσταση της τιμής της Ε., της πιο όμορφης από τις γυναίκες, που έγινε σύμβολο της γυναικείας γοητείας, ο Στησίχορος έδωσε μια δεύτερη εκδοχή του μύθου: δεν ήταν η Ε. που ακολούθησε τον Πάρη, αλλά το φάντασμά της που είχε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα της από την Αφροδίτη. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, που αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, το πλοίο με το οποίο ταξίδευαν η Ε. και ο Πάρης ρίχτηκε από την τρικυμία στις ακτές της Αιγύπτου, όπου ο βασιλιάς Πρωτέας κράτησε κοντά του την Ε. και έστειλε τον Πάρη στην Τροία με το ομοίωμά της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

  • Δενδρίτις — Επίθετο που είχε δοθεί στην Ωραία Ελένη μετά τον θάνατό της, επειδή, κατά μία ροδιακή παράδοση, κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Σύμφωνα με τον μύθο, μετά τον θάνατο του Μενέλαου, οι νόθοι γιοι του Μεγαπένθης και Νικόστρατος εκδίωξαν την Ελένη, που… …   Dictionary of Greek

  • αίθρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, σύζυγος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και μητέρα του Θησέα, που τον απέκτησε από τον Ποσειδώνα. Ο θεός της θάλασσας την έκανε δική του, ενώ είχε πάει, μετά από συμβουλή της… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • γαλάνα — γαλάνα, η (δωρ. τ.) (Α) η γαλήνη («φρόνημα νηνέμου γαλάνας» για την ωραία Ελένη, σαν ιδέα γαλήνης καλοκαιρινής, Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”